συνουσία

συνουσία
η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνουσία, και ιων. τ. συνουσίη, Α
1. (για πρόσ.) η σαρκική επαφή αρσενικού και θηλυκού, γενετήσια πράξη (α. «φυσιολογική συνουσία» β. «εἰμὶ καθαρὰ καὶ ἁγνὴ ἀπ' ἀνδρὸς συνουσίας», Δημοσθ.)
2. (για ζώα) οχεία, βάτεμα, ζευγάρωμα
νεοελλ.
οικολ. μικροοικοσύστημα το οποίο καταλαμβάνει έναν περιορισμένο χώρο, όπου μπορούν να παρατηρηθούν τροφικές αλυσίδες και διαδοχές συγκεκριμένων ειδών, όπως είναι π.χ. το σύνολο τών οργανισμών που καταλαμβάνουν ένα νεκρό δένδρο
αρχ.
1. συνομιλία
2. συναναστροφή, σχέση, επικοινωνία («ἡ τοῡ Θεοῡ ξυνουσία», Πλάτ.)
3. συντροφιά, παρέα
4. η ακρόαση τών μαθημάτων δασκάλου («ἡ περὶ γράμματα συνουσία τῶν μανθανόντων», Πλάτ.)
5. φρ. α) «αἱ σοφαὶ ξυνουσίαι» — η συναναστροφή με μορφωμένους και καλλιεργημένους ανθρώπους (Αριστοφ.)
β) «ἠ ἐν οἴνῳ ξυνουσία» — το συμπόσιο (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνουσία έχει σχηματιστεί από τον τ. συνοῦσα, θηλ. της μτχ. συνών τού σύνειμι (βλ. και λ. ουσία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνουσία — συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc/acc dual συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσίᾳ — συνουσίαι , συνουσία being with fem nom/voc pl συνουσίᾱͅ , συνουσία being with fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσία — η η σεξουαλική, η γενετήσια πράξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυνουσία — συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc/acc dual συνουσίᾱ , συνουσία being with fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνουσίας — συνουσίᾱς , συνουσία being with fem acc pl συνουσίᾱς , συνουσία being with fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσίας — συνουσίᾱς , συνουσία being with fem acc pl συνουσίᾱς , συνουσία being with fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσίαι — συνουσία being with fem nom/voc pl συνουσίᾱͅ , συνουσία being with fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνουσίαν — συνουσίᾱν , συνουσία being with fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσιάσας — συνουσιά̱σᾱς , συνουσιάζω keep company with fut part act fem acc pl (doric) συνουσιά̱σᾱς , συνουσιάζω keep company with fut part act fem gen sg (doric) συνουσιάσᾱς , συνουσιάζω keep company with aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνουσίαν — συνουσίᾱν , συνουσία being with fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”